συκoσπιτα
Τα συκόσπιτα / συκοκαλύβες / καλύβες / μαντριά είναι μονοκάμαρες κατασκευές που εντοπίζονται σε διάφορες τοποθεσίες όπως στη Μεγάλη Μαντίνεια στην Αβία Μεσσηνίας και στη Θουρία. Εκεί έμεναν οι οικογένειες των συκοπαραγωγών τους καλοκαιρινούς μήνες, από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, δηλαδή όσο διαρκούσε η συγκομιδή, το λιάσιμο και το μπούρλιασμα των σύκων. Αν η τιμή των σύκων ήταν χαμηλή, η διαμονή στο συκόσπιτο παρατεινόταν ως τα τέλη Σεπτεμβρίου.
Η μοναδική κάμαρη του συκόσπιτου ήταν κατά κανόνα τετράγωνη, διαστάσεων 4×4 μ. και ύψους έως 3 μ. Ήταν κτισμένη με αργολιθοδομή και λασποκονίαμα, ενώ η κεραμοσκεπή ήταν καλαμωμένη, χωρίς ταβάνι και συνδετικό υλικό (λάσπη) για την επικόλληση των κεραμιδιών, τα οποία στηρίζονταν σε πέτρες. Το εσωτερικό του συκόσπιτου διαιρείτο σε δύο χαμηλά δώματα με ένα ξύλινο μεσοπάτωμα (πατάρι), στο οποίο ανέβαιναν με μια μικρή σκαλίτσα για να κοιμηθούν ή να μπουρλιάσουν. Το κάτω δώμα στρωνόταν με κουρασάνι, ένα μείγμα κεραμιδόσκονης, ασβέστη και χώματος, που ήταν συμπαγές και αδιάβροχο, και το χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη. Σε έναν από τους εξωτερικούς τοίχους έφτιαχναν ένα φρατζάτο, ένα πρόχειρο καλαμένιο ή ξύλινο υπόστεγο, με κυπαρισσένιους στύλους..
Εκεί μαγείρευαν, έτρωγαν και κοιμόντουσαν, όταν η καλύβα γέμιζε σύκα. Το μαγείρεμα γινόταν σε δύο μεγάλες πέτρες, ανάμεσα στις οποίες έκαιγαν τα ξύλα, ενώ πάνω τους ακουμπούσε η χύτρα. Για καθίσματα χρησιμοποιούσαν λαξευμένους κορμούς συκιάς. Το εσωτερικό της καλύβας φωτιζόταν από την πόρτα κι από ένα-δύο μικρά παράθυρα ενώ το βράδυ χρησιμοποιούσαν λαδοφάναρα, λυχνάρια, λάμπες πετρελαίου ή ασετυλίνης, ανάλογα με την οικονομική ευχέρεια της οικογένειας.